Το παράσημο του Μητροπάνου
Ο Δημήτρης Μητροπάνος έζησε για πολλά χρόνια με την ευλογία της αγάπης του κόσμου. Αυτής της αγάπης που αισθάνεσαι για έναν καλό φίλο, έναν σύντροφο στα δύσκολα βράδια του προσωπικού πόνου, κάποιον που αισθάνεσαι ότι λέει και κάνει αυτό που θα’ θελες να πεις και να κάνεις εσύ, απλά δεν μπορείς. Γιατί δεν έχεις ούτε τη φωνή του, ούτε (πιο σημαντικό) τη λεβεντιά του, που έβγαζε κάθε στιγμή ερμηνείας του.
Από «αγιογραφίες» του Μητροπάνου άλλο τίποτα, από τη στιγμή που μαθεύτηκε το πέρασμά του στη αιωνιότητα. Ολοι έχουν να πουν ένα καλό λόγο. Κι όλοι ένιωσαν ένα σφίξιμο. Ολοι. Ακόμα κι αυτοί που δεν ήταν μουτζαχεντίν των τραγουδιών του.
Το πιο μεγάλο παράσημο που πήρε ο Μητροπάνος και θα τον ακολουθεί πάντα είναι αυτή η καθολική αποδοχή. Κάτι σπάνιο. Που εκφράζεται τόσο γλαφυρά σ’ αυτόν τον μεγάλο στίχο του Τζίμη Πανούση: «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος»… Ακόμα κι ο ανατρεπτικός Πανούσης, που σε άλλο του δημιούργημα φωνάζει «όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου», τα βάζει δηλαδή ανοιχτά με ερμηνευτές τεράστιας αποδοχής, τον Μητροπάνο τον αντιμετωπίζει με ευγένεια, με σεβασμό, τον ταυτίζει με τον Νεοέλληνα, που προσπαθεί να φύγει από την Ανατολή και να πάει προς τη Δύση.
Σκεφτείτε ποιος άλλος μεγάλος του τραγουδιού είχε τέτοια αποδοχή… Ακόμα και φωνές όπως ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου αμφισβητήθηκαν. Από μειοψηφία μεν, αλλά αμφισβητήθηκαν. Ο Μητροπάνος από κανέναν. Γιατί δεν «ταυτοποιήθηκε». Δεν ήταν δυνατόν να «ταυτοποιηθεί». Μας έδωσε μερικές από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες ζεϊμπέκικων στο ελληνικό τραγούδι, δεν μπορούσες όμως να τον πεις «λαϊκό τραγουδιστή» με την έννοια που δίνεις σε κάποιους άλλους. Ηταν λαϊκός με την έννοια ότι απευθυνόταν στο λαό. Αλλά όχι σ’ ένα κομμάτι του λαού, αυτό με τα βαριά κι ασήκωτα ακούσματα, αλλά σ’ ένα πολύ ευρύτερο. Κι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι της μαγείας του.
Η καριέρα του ήταν σαν τη θάλασσα. Αλλοτε αγριεμένη, με αφρισμένα δυνατά κύματα, κι άλλοτε ήρεμη, θαρρείς ακίνητη. Από τον πρώτο κυματισμό, τον «Δρόμο προς τα Κύθηρα» το 1974 και την πρώτη θαλασσοταραχή, την «Κυρά Ζωή» το 1974 (Πες μου πού πουλάν καρδιές), τον τυφώνα «Λαϊκά ‘76» (Σε μια στίβα καλαμιές, Δύο νύχτες, Κάνε κάτι να χάσω το τρένο, Καλοκαίρια και χειμώνες), μετά νηνεμία. Ενα, δύο κυματάκια, τραγούδια που ξεχώριζαν σε κάθε δίσκο του. Και δεύτερη κορύφωση, κάτι δύσκολο ακόμα και για μεγάλο καλλιτέχνη, «Η εθνική μας μοναξιά» του 1992 και το «Παρέα μ’ έναν ήλιο» του 1994, αμφότερα του Τόκα.
Τα «Λαδάδικα» και το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» είναι μερικά από τα πιο πολυπαιγμένα τραγούδια του. Μην μείνουμε όμως εκεί. Μην καπελώσουν τη τεράστια ερμηνευτική του ικανότητα δύο (θεία, βεβαίως) ζεϊμπέκικα. Το χρωστάμε στον Μητροπάνο να ψάξουμε, να αναδείξουμε και να τοποθετήσουμε στο βάθρο που τους αξίζει όλα τα διαμάντια του. Από τα γνωστά του παρελθόντος μέχρι και τα όχι πολύ γνωστά, ως και τα παρεξηγημένα…
Από «αγιογραφίες» του Μητροπάνου άλλο τίποτα, από τη στιγμή που μαθεύτηκε το πέρασμά του στη αιωνιότητα. Ολοι έχουν να πουν ένα καλό λόγο. Κι όλοι ένιωσαν ένα σφίξιμο. Ολοι. Ακόμα κι αυτοί που δεν ήταν μουτζαχεντίν των τραγουδιών του.
Το πιο μεγάλο παράσημο που πήρε ο Μητροπάνος και θα τον ακολουθεί πάντα είναι αυτή η καθολική αποδοχή. Κάτι σπάνιο. Που εκφράζεται τόσο γλαφυρά σ’ αυτόν τον μεγάλο στίχο του Τζίμη Πανούση: «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος»… Ακόμα κι ο ανατρεπτικός Πανούσης, που σε άλλο του δημιούργημα φωνάζει «όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου», τα βάζει δηλαδή ανοιχτά με ερμηνευτές τεράστιας αποδοχής, τον Μητροπάνο τον αντιμετωπίζει με ευγένεια, με σεβασμό, τον ταυτίζει με τον Νεοέλληνα, που προσπαθεί να φύγει από την Ανατολή και να πάει προς τη Δύση.
Σκεφτείτε ποιος άλλος μεγάλος του τραγουδιού είχε τέτοια αποδοχή… Ακόμα και φωνές όπως ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου αμφισβητήθηκαν. Από μειοψηφία μεν, αλλά αμφισβητήθηκαν. Ο Μητροπάνος από κανέναν. Γιατί δεν «ταυτοποιήθηκε». Δεν ήταν δυνατόν να «ταυτοποιηθεί». Μας έδωσε μερικές από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες ζεϊμπέκικων στο ελληνικό τραγούδι, δεν μπορούσες όμως να τον πεις «λαϊκό τραγουδιστή» με την έννοια που δίνεις σε κάποιους άλλους. Ηταν λαϊκός με την έννοια ότι απευθυνόταν στο λαό. Αλλά όχι σ’ ένα κομμάτι του λαού, αυτό με τα βαριά κι ασήκωτα ακούσματα, αλλά σ’ ένα πολύ ευρύτερο. Κι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι της μαγείας του.
Η καριέρα του ήταν σαν τη θάλασσα. Αλλοτε αγριεμένη, με αφρισμένα δυνατά κύματα, κι άλλοτε ήρεμη, θαρρείς ακίνητη. Από τον πρώτο κυματισμό, τον «Δρόμο προς τα Κύθηρα» το 1974 και την πρώτη θαλασσοταραχή, την «Κυρά Ζωή» το 1974 (Πες μου πού πουλάν καρδιές), τον τυφώνα «Λαϊκά ‘76» (Σε μια στίβα καλαμιές, Δύο νύχτες, Κάνε κάτι να χάσω το τρένο, Καλοκαίρια και χειμώνες), μετά νηνεμία. Ενα, δύο κυματάκια, τραγούδια που ξεχώριζαν σε κάθε δίσκο του. Και δεύτερη κορύφωση, κάτι δύσκολο ακόμα και για μεγάλο καλλιτέχνη, «Η εθνική μας μοναξιά» του 1992 και το «Παρέα μ’ έναν ήλιο» του 1994, αμφότερα του Τόκα.
Τα «Λαδάδικα» και το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» είναι μερικά από τα πιο πολυπαιγμένα τραγούδια του. Μην μείνουμε όμως εκεί. Μην καπελώσουν τη τεράστια ερμηνευτική του ικανότητα δύο (θεία, βεβαίως) ζεϊμπέκικα. Το χρωστάμε στον Μητροπάνο να ψάξουμε, να αναδείξουμε και να τοποθετήσουμε στο βάθρο που τους αξίζει όλα τα διαμάντια του. Από τα γνωστά του παρελθόντος μέχρι και τα όχι πολύ γνωστά, ως και τα παρεξηγημένα…
Ετικέτες μητροπανος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα